από τον Αλέκο Αλαβάνο
Βγήκαμε από τη στενάχωρη έδρα του Σωματείου Συνταξιούχων ΙΚΑ Κυκλάδων. Με τη βία χωρούσαμε τα έξι επτά μέλη της Διοίκησης και η Ελένη, ο Νίκος, ο Θόδωρος, η άλλη Ελένη κι εγώ από το Σχέδιο Β. Η φιλοξενία ήταν ζεστή, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, όπως πάντα όταν μιλάς πια για το πόσο εξαθλιωμένα ζούνε εργαζόμενοι και απόμαχοι σήμερα.
Βγήκαμε από τη στενάχωρη έδρα του Σωματείου Συνταξιούχων ΙΚΑ Κυκλάδων. Με τη βία χωρούσαμε τα έξι επτά μέλη της Διοίκησης και η Ελένη, ο Νίκος, ο Θόδωρος, η άλλη Ελένη κι εγώ από το Σχέδιο Β. Η φιλοξενία ήταν ζεστή, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, όπως πάντα όταν μιλάς πια για το πόσο εξαθλιωμένα ζούνε εργαζόμενοι και απόμαχοι σήμερα.
Βρεθήκαμε έξω, στο πλακόστρωτο, κοντά στις βουκαμβίλιες και τα κλουβιά με τα καναρίνια. Είχαμε μισή ώρα στη διάθεσή μας μέχρι την επόμενη συνάντηση με τους εργαζόμενους στο Νεώριο της Σύρου. Τότε καταλάβαμε ότι το μικρό γραφείο που ήμασταν ήταν στο ισόγειο ενός μεγαλόπρεπου τριώροφου κτηρίου, ενός αρχοντικού επενδυμένου με συμπαγές μάρμαρο.
Η προσοχή μας στράφηκε στα περίτεχνα σκαλισμένα φουρούσια των μπαλκονιών. Άραγε ήταν τηνιακοί οι μάστορες που έκαναν τόσο καλλιτεχνική δουλειά; Και το ραβδί με τα δύο φίδια, το σήμα του Ασκληπιού; Ήταν μήπως παλιά νοσοκομείο ή το νεοκλασικό κάποιου μεγαλογιατρού;
Μιλούσαμε έτσι, για να περάσει η ώρα. Μια νέα γυναίκα μας περιεργαζόταν επίμονα από την πόρτα της εισόδου.
Σας αρέσει το κτήριο; Έχετε καιρό να σας ξεναγήσω;
Την ακολουθήσαμε. Μας μίλησε για τους σιδερένιους βενετσιάνικους φεγγίτες, τη λαξευτή λιθοδομή, τα περίτεχνα γείσα των παραθύρων. Ερμήνευε τα διακοσμητικά σχέδια. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Μας οδήγησε επίσημα στην αίθουσα χοροεσπερίδων με τις τοιχογραφίες από σκηνές κυνηγιού, τη θεά Άρτεμη, τις ψαριές κρεμασμένες στη βεράντα. Τραπεζαρίες με εκρηκτικά χρώματα. Στον διάδρομο πάνω από κάθε πόρτα προσωπογραφίες των ηρώων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Παπαφλέσσα. Στον τρίτο όροφο, με πολύχρωμο διάκοσμο και τα υπνοδωμάτια. Μαρμάρινα γλυπτά στις σκάλες.
Το κτήριο το σχεδίασε ο συριανός αρχιτέκτονας Βλησίδης, μας είπε η νέα γυναίκα, την εποχή της μεγάλης ακμής της Ερμούπολης, μετά την Επανάσταση. Ανήκε στην οικογένεια Αναργύρου, μετά στην οικογένεια Βελισσαροπούλου. Πριν κάποια χρόνια δόθηκε στην Εργατική Εστία και τώρα στεγάζει το Εργατικό Κέντρο που ιδρύθηκε το 1918.
Κατεβήκαμε πάλι στο ισόγειο. Τα δωμάτια των φιλοξενουμένων και των υπηρετών. Το πάτωμα σκακιέρα, μαύρες και λευκές μαρμάρινες πλάκες. Στο τέλος, προς την είσοδο μεγαλοπρεπής η αίθουσα υποδοχής.
Εκεί ήταν κρεμασμένα τα ιστορικά εργατικά λάβαρα. Μετάξι, κεντημένο με χρυσοκλωστές, με την τεχνική του τζεβρέ, όλα με μια αγιογραφία στο κέντρο. «Σύνδεσμος Εργατών Λιμένος Σύρου» 1914, με τα Εισόδια της Θεοτόκου. «Σύνδεσμος Ναυπηγοεργατών, 1918, με τη Γέννηση του Ιωάννη Προδρόμου. «Σύνδεσμος Καφφεϋπαλλήλων Ερμούπολης», 1912, η Αγία Μάρθα. «Σύνδεσμος Σιτεργατών Σύρου», 1918, ο Άγιος με πανοπλία και κοντάρι, πάνω σε μαύρο άλογο, το όνομά του μισοσβησμένο.
Ξεριζωμένοι πρόσφυγες από την καταστροφή της Χίου ίδρυσαν την Ερμούπολη, θεοσεβούμενοι, όντας μάλιστα ορθόδοξη πια πλειοψηφία στο καθολικό νησί της Σύρου, φτηνά εργατικά χέρια, που πάνω τους ρίζωσε η πρώτη βιομηχανική πόλη της ανεξάρτητης Ελλάδας. Όχι χωρίς σκληρούς αγώνες. Το 1879 οι δύο πρώτες μεγάλες απεργίες. Ιδρύεται ο «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών» των ταρσανάδων, των τότε ναυπηγείων, ζητάει ωράριο και καθορισμένο μεροκάματο. Ηττάται, οι εργοδότες φέρνουν απεργοσπάστες από τις γειτονικές Κυκλάδες, τους βάζουν να εργάζονται 15 ώρες. Έπειτα οι βυρσοδέψες, σύρραξη στο νησί, από τις γέφυρες των καϊκιών κατεβαίνουν ένοπλα αστυνομικά μπουλούκια από την Αθήνα. Νικάνε: μειωμένο ωράριο, κατάργηση της αγγαρείας - απλήρωτης κυριακάτικης εργασίας, της «κουτουράδας» - αμοιβής με το κομμάτι.
Έχουμε ένα ζωντανό διάλογο με αυτή τη νέα γυναίκα. Μιλάει λιτά και απλά, για να καταλάβουμε προφανώς. Ξέρει πολλά. Άλλο είναι που μας προξενεί όμως εντύπωση. Μια αγάπη με πάθος για αυτές τις σκάλες, τους διαδρόμους, τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες από τους Συνδέσμους. Μια απόλυτη αφοσίωση σε αυτό το μέγαρο, που υψώνεται πάνω από την ταξική σύγκρουση, και στα φαντάσματα που τον κατοικούν: τον αστικό πλούτο σε συντροφιά με την προλεταριακή κληρονομιά Σα να είναι όλα δικά της. Όπως αγαπάς το πατρικό σου. Κι ακόμα περισσότερο. Όπως αγαπάς το χαμένο πια πατρικό σου.
Την ευχαριστούμε και τη χαιρετάμε. Είμαστε όμως πολύ περίεργοι.
-Μήπως κρατάτε από την οικογένεια Βελισσαροπούλου, τη ρωτάμε.
-Όχι, μας λέει χαμογελώντας.
-Μήπως είστε συντηρήτρια; Είστε ερωτευμένη με αυτό το κτήριο.
-Όχι. Εργάζομαι στο Εργατικό Κέντρο.
-Ως ξεναγός;
-Όχι. Είμαι η καθαρίστρια. Εδώ κι επτά χρόνια.
Η απάντηση σα να έρχονταν από ένα άλλο, μαγικό, κόσμο. Όχι από τη σημερινή Ελλάδα του κράτους – εχθρού, της καταλήστευσης της δημόσιας λείας και της διαφθοράς, της εκποίησης της περιουσίας του λαού, της απαξίωσης όλων των «κοινών», της φοροδιαφυγής, του ατομισμού και της ιδιοτέλειας.
Μια γυναίκα, με τη σφουγγαρίστρα, τη χλωρίνη και το καθαριστικό τουαλέτας, με μια δουλειά προορισμένη πια μόνο για μελαψές ή ανατολίτισσες, καταλύει από μόνη της τη διαφορά χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Και κυρίως, παρά την χαμηλή κοινωνικά κλίμακα του επαγγέλματός της, παρά τη «βρώμικη δουλειά» της, ενσαρκώνει το υψηλό οραματικό κι εξιδανικευμένο πνεύμα για την πόλη, όπως το δίνει ο Θουκυδίδης και ο Περικλής στον Επιτάφιο. «Την πόλιν κοινήν παρέχομεν», «η πόλη είναι κοινή, ολονών μας». «Ένι τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια», «οι ίδιοι άνθρωποι γνοιάζονται τα του οίκου τους και τα δημόσια». «Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλά αχρείον νομίζομεν», «γιατί είμαστε οι μόνοι που αυτόν που δεν συμμετέχει στον δήμο, δεν τον θεωρούμε αποσυρμένο, αλλά αχρείο».
Κι όμως είναι δυνατό η σημερινή απαξιωμένη Ελλάδα να γίνει μαγική – αυτό επιβεβαιώνουν τέτοια στιγμιότυπα. Να πονέσουμε το κοινό αγαθό. Να αγαπήσουμε αυτά που είναι ολονών. Να υπερασπισθούμε την συλλογική περιουσία με τον ίδιο τρόπο που θα υπερασπιζόμασταν το σπίτι μας. Να νοηματοδοτήσουμε ξανά τον Δημόσιο Χώρο και την πατρίδα μας. Να ανακαλύψουμε πάλι το συλλογικό. Να βιώσουμε την αλληλεγγύη ως τον ισχυρό κρίκο ανάμεσα στο προσωπικό και το κοινό καλό.
Καμία μα καμία τεχνοκρατική οικονομική λύση, καμία μα καμία αλλαγή στην εξουσία, αν δεν συνοδεύεται από μια πολιτιστική επανάσταση, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Και μια επανάσταση αξιών έχει ήδη καταφύγιο στις καρδιές πολλών Ελληνίδων και Ελλήνων.
_____________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου